- προβλημάτιον
- προβλημάτιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προβλημάτιον — τὸ, Α [πρόβλημα, ατος] υποκορ. μικρό πρόβλημα … Dictionary of Greek